ἑστιοῦχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιοῦχον — ἑστιοῦχος masc/fem acc sg ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιούχοις — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut dat pl ἑστιού̱χοις , ἑστιοῦχος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιούχου — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut gen sg ἑστιού̱χου , ἑστιοῦχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιούχων — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut gen pl ἑστιού̱χων , ἑστιοῦχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιούχῳ — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut dat sg ἑστιού̱χῳ , ἑστιοῦχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιοῦχοι — ἑστιοῦχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιοῦχ' — ἑστιοῦχα , ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc pl ἑστιοῦχε , ἑστιοῦχος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
εστιουχώ — ἑστιουχῶ, έω (Α) [εστιούχος] 1. έχω, κατέχω την εστία 2. μτφ. είμαι προστάτης, κυβερνήτης, προΐσταμαι, εποπτεύω … Dictionary of Greek